- σειρίτι
- το, Ν(εσφ. τ.) βλ. σιρίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγυριά — η, Ν [περίγυρος] 1. (σχετικά με τόπο) η περιφερική, κυκλική ή ημικυκλική έκταση που εκτείνεται γύρω από κάτι (α. «η περιγυριά τής Εκκλησίας» β. «η πυκνοφυτεμένη περιγυριά τού σπιτιού») 2. οι γύρω τόποι, τα περίχωρα («στην περιγυριά εδώ κι εκεί… … Dictionary of Greek
σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… … Dictionary of Greek